- σιλλοποιός
- σιλλοποιός, ὁ,= σιλλογράφος, Sch.Luc.DMort.20.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλλοποιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλοποιός — ὁ, Α ο ποιητής σίλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλος «σκωπτικό ποίημα» + ποιός*] … Dictionary of Greek